περιψιλώσας

περιψιλώσας
περιψῑλώσᾱς , περιψιλόομαι
to be made bare all round
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιψιλώ — όω, ΜΑ μαδώ, απογυμνώνω (α. «τῶν νεκρῶν περιψιλωθέντων τὰς σάρκας» όταν οι νεκροί απογυμνώθηκαν από τις σάρκες, Ηρόδ. β. [για κρεμμύδια] «περιψιλώσας τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ψιλῶ «απογυμνώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”